λουίζιο

λουίζιο
το
το λουδοβίκειο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. louis < όν. τού βασιλιά τής Γαλλίας Louis XIII].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λουδοβίκειος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε έναν από τους Λουδοβίκους, βασιλείς τής Γαλλίας 2. το ουδ. ως ουσ. το λουδοβίκειο και λουδοβίκι α) παλαιό χρυσό γαλλικό νόμισμα που κόπηκε επί Λουδοβίκου ΙΓ και απέκτησε κατά καιρούς διάφορα βάρη και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”